- επανισώ
- ἐπανισῶ, -όω (Α)1. κάνω κάτι ίσο, ισοδύναμο με άλλα, εξισώνω, ισοσταθμίζω («και τἆλλα οὕτως ἐπανισῶν ἔνεμε», Πλάτ.)2. επαναφέρω στην κανονική θέση, στη μεσότητα («ἐπανισουμένους τῷ πλήθει τε καὶ ὀλιγότητι τῆς διανομῆς», Πλάτ.).
Dictionary of Greek. 2013.